- φρενήρης
- ης, ήρες невменяемый, вне себя, обезумевший; исступлённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρενήρης — sound of mind masc/fem acc pl (attic epic doric) φρενήρης sound of mind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φρενήρης sound of mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρης — ες / φρενήρης, ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α νεοελλ. κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος μσν. αρχ. αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ήρης* (Ι)] … Dictionary of Greek
φρενήρει — φρενήρης sound of mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φρενήρης sound of mind masc/fem/neut dat sg φρενήρεϊ , φρενήρης sound of mind dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρη — φρενήρης sound of mind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρενήρης sound of mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φρενήρης sound of mind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενῆρες — φρενήρης sound of mind masc/fem voc sg φρενήρης sound of mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρεα — φρενήρης sound of mind neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φρενήρης sound of mind masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρεις — φρενήρης sound of mind masc/fem acc pl φρενήρης sound of mind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενηρέστατος — φρενήρης sound of mind masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρεες — φρενήρης sound of mind masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενήρους — φρενήρης sound of mind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek